- μονοφαλαγγία
- η (Α μονοφαλαυγία)νεοελλ.ναυτ. σχηματισμός τής παλαιάς ναυτικής τακτικής κατά τον οποίο τα πλοία έπλεαν σε μία φάλαγγα, σε μία στήληαρχ.μία μόνη φάλαγγα.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -φαλαγγία (< -φάλαγγος < φάλαγξ, -γγος)].
Dictionary of Greek. 2013.